- μεταπωλεῖ
- μεταπωλέωpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)μεταπωλέωpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
παλιατζής — ο, θηλ. παλιατζού αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά τού επιθ. παλιός + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
παλιγκάπηλος — παλιγκάπηλος, ὁ (ΑΜ) αυτός που αγοράζει εμπορεύματα και τα μεταπωλεί λειανικά, μεταπωλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κάπηλος «μικροπωλητής»] … Dictionary of Greek
προαγοραστής — ο, ΝΑ [προαγοράζω] αυτός που προαγοράζει, που αγοράζει από πριν προϊόν ή εμπόρευμα το οποίο θα τού παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο τής ημέρας τής συμφωνίας νεοελλ. έμπορος που αγοράζει από τον παραγωγό πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα και έτοιμα… … Dictionary of Greek
λίζινγκ — (leasing). Διεθνής αγγλικός όρος που υποδηλώνει τη χρηματοδοτική μίσθωση. Πρόκειται για ένα είδος χρηματοδότησης που αρχικά αφορούσε επιχειρήσεις και μεγάλα κεφαλαιουχικά στοιχεία (μηχανολογικό εξοπλισμό ή ακίνητα κλπ.), αλλά στη συνέχεια… … Dictionary of Greek